- κατατεθνηκυίας
- κατατεθνηκυί̱ᾱς , καταθνήσκωperf part act fem acc plκατατεθνηκυί̱ᾱς , καταθνήσκωperf part act fem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.